κοσκινόμαντις

κοσκινόμαντις
κοσκινόμαντις, -άντεως ή -άντιδος, ὁ, ἡ (Α)
αυτός που μαντεύει με το κόσκινο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κόσκινον + μάντις (πρβλ. αστρό-μαντις, χειρό-μαντις)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • κοσκινόμαντις — diviner by a sieve masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοσκινομάντεις — κοσκινόμαντις diviner by a sieve masc/fem nom/voc pl (attic epic) κοσκινόμαντις diviner by a sieve masc/fem nom/acc pl (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοσκινόμαντιν — κοσκινόμαντις diviner by a sieve masc/fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοσκινομαντική — η (Α κοσκινομαντική) [κοσκινόμαντις] η κοσκινομαντεία …   Dictionary of Greek

  • κόσκινο — Όργανο που αποτελείται από ένα πλαίσιο και από έναν πυθμένα δικτυωτό ή από διάτρητο έλασμα. Χρησιμοποιείται για να διαχωρίζονται από μια μάζα ασύνδετων σωμάτων στοιχεία ή κόκκοι με διαστάσεις μικρότερες από αυτές των οπών του πυθμένα. Για… …   Dictionary of Greek

  • μάντης — ο και μάντις, ο, η, θηλ. και μάντισσα (AM μάντις, εως, ὁ, ἡ, Α ιων. γεν. ιος, Μ θηλ. και μάντισσα) 1. αυτός που ασχολείται με τη μαντική, αυτός που προλέγει τα μέλλοντα, ο προφήτης («ὠργίζοντο δὲ καὶ τοῑς χρησμολόγοις καὶ μάντεσι», Θουκ.) 2.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”